Το Dakota Tavern, χωμένο σε ένα υπόγειο σε μια απόμερη γειτονιά του Τορόντο μακριά από τα χιπ στέκια του Entertainment District και τις LGBT εξαλλοσύνες στο Church & Wellesley, είναι διακοσμημένο σαν σαλούν του Φαρ Ουέστ. Τα ποτά είναι φτηνά, σύμφωνα με τις αφίσες στους τοίχους τοπικές blues, country και rock μπάντες εμφανίζονται live σχεδόν κάθε βράδυ, η σκηνή είναι ένα με την πίστα. Παρόλο που το τοπικό free press έγραφε "ώρα έναρξης 9.00", όταν μπαίνεις μέσα κατά τις 9.00 σαστίζεις: Το μαγαζί είναι έρημο, ούτε ένας πελάτης, οι μόνοι άνθρωποι εκεί μέσα είναι 2-3 μέλη της μπάντας πάνω στη σκηνή να στήνουν (ενδαφέρουσες φάτσες) και η μπαργούμαν που κάθεται σε ένα σκαμπό και γρατσουνάει μια ακούστικη κιθάρα.
"Παίζεις κι εσύ απόψε;"
"Μπα, δεν είμαι τόσο καλή. Τι θα πιείτε κύριοι;"
Γρήγορο meeting στα όρθια, καθόμαστε ή φεύγουμε; Νιώθεις κάπως άσχημα που κουβάλησες τους άλλους δύο μέχρι εδώ και το μαγαζί είναι άδειο, δεν τους ξέρεις και καλά, σε βγάζουν από τη δύσκολη θέση, "ε αφού κάναμε τόσο δρόμο ας πιούμε ένα ποτό". Τα ηχεία όσο περιμένετε παίζουν παλιούς Stones, Otis Redding, Johnny Cash και Clash, καλός οιωνός.
Απόψε εμφανίζονται οι Mercenaries, η καλύτερη λέει R&B μπάντα διασκευών του Τορόντο. Μέχρι τις δέκα που ανεβαίνουν στη σκηνή το μαγαζί είναι ακόμα άδειο, καμία τριανταριά άτομα σύνολο, οι Mercenaries όμως ξεκινάνε φουριόζοι λες και παίζουν για τη ζωή τους. Το ρεπερτόριο είναι κλασικό, Solomon Burke, Junior Walker, Isley Brothers, o τραγουδιστής/μπασίστας frontman όμως (Ian Goodtimes λέγεται, έχω μια υποψία ότι δεν είναι το αληθινό του όνομα) είναι πολύ μεγάλη μορφή, καλαμπουρίζει ανάμεσα στα τραγούδια σαν stand-up comedian και ξεσηκώνει τον κόσμο να χορέψει.
Τον κόσμο; Ναι. Οι κάτοικοι του Τορόντο (ή τουλάχιστον μια μερίδα τους) είναι νυχτοπούλια, παρόλο που αύριο είναι εργάσιμη το μαγαζί σιγά-σιγά έχει γεμίσει. Η πλειοψηφία του κοινού μάλιστα είναι γυναίκες και ξεσαλώνουν στο χορό προς το τέλος του πρώτου σετ της μπάντας.
Στο δεύτερο σετ τα πράγματα αγριεύουν: Το αλκοόλ ρέει άφθονο, η μπάντα φυσάει, τα κορίτσια χορεύουν, ο Goodtimes χαβαλεδιάζει ασταμάτητα. Ένας τύπος ντυμένος σαν τον Jerry Lee Lewis μπαίνει στο Dakota, ανεβαίνει στη σκηνή ενώ η μπάντα παίζει, βγάζει ένα σαξόφωνο από τη θήκη του και αρχίζει ένα φοβερό σόλο. Στη συνέχεια παίρνει και το μικρόφωνο του Goodtimes για να τραγουδήσει ένα εκρηκτικό "Great Balls Of Fire". Χαμός.
"Ποιος ξέρει να παίζει μπάσο; θέλω βοήθεια" ανακοινώνει ο Goodtimes. 2-3 άτομα σηκώνουν το χέρι, επιλέγει ένα ντροπαλό πιτσιρικά που κάθεται στο μπαρ. "Get on the stage, randomly selected human!" O Goodtimes δίνει το (αρχαίο Gibson!) μπάσο του στο νεανία με την οδηγία "το επόμενο είναι σε Φα, θα είσαι ΟΚ;" πριν πάρει το μικρόφωνο και μια πόζα κομφερασιέ: "Η αιώνια ερώτηση θα απαντηθεί απόψε κυρίες και κύριοι", ανακοινώνει με στόμφο ο Goodtimes. "Κιθάρα ή σαξόφωνο; Ποιο σόλο είναι πιο κάβλα; Εσείς ψηφίζετε". Η μπάντα ξεκινάει ένα φοβερό JB's jam με τον κιθαρίστα και τον σαξοφωνίστα να κοντράρονται στα σολίδια για ένα δεκάλεπτο περίπου, πριν να ανακηρυχθεί ως νικητής (φυσικά) ο τυχαίος μπασίστας.
Στο τρίτο σετ, περασμένα μεσάνυχτα, οι Mercenaries ροκάρουν ακόμα σκληρότερα. Ανάμεσα στα 60's R&B hits πετάνε μια εντελώς Hendrixized διασκευή στο "Going Down" του Freddie King, παίζουν τζούρες από "Whole Lotta Love", όλο το μαγαζί είναι στο πόδι. Στο τέλος της βραδιάς οι τοίχοι στάζουν ιδρώτα, τα κορίτσια αγκαλιάζονται, όλοι χαμογελάνε, η μπαργούμαν ρωτάει αν σου άρεσε, η παρέα σου είναι κατενθουσιασμένη (και ντίρλα), κι εσύ γυρίζεις στο ξενοδοχείο να ετοιμαστείς για τη δεκατετράωρη πτήση νιώθωντας είκοσι χρόνια νεώτερος.
Το περιέγραψες εκπληκτικά. Είναι σαν να ήμουν εκεί :) Well done.
ReplyDeleteΩωω, ευχαριστώ!
ReplyDelete