"Χ., πρέπει να βγάλουμε την ομάδα έξω ένα βράδυ τώρα πριν αρχίσει το Ραμαζάνι."
"Ώχου πια με αυτά τα team building σου ρε συ, δεν βαρέθηκες ακόμα; Τι λες, να τους πάμε για κάνα φαγητό και κοκτέηλ στο Pier 7;"
"Σκεφτόμουν βραδιά karaoke."
"Πάνω από το πτώμα μου, αν πιστεύεις ότι θα με κάνεις να τραγουδήσω γελιέσαι!"
"Θα τραγουδήσεις και θα πεις κι ένα τραγούδι! Κόψε τη γκρίνια, θα είναι διασκεδαστικό."
"Είχα διασκεδάσει μια φορά κάποτε, δε μου άρεσε."
Δυστυχώς η πλειοψηφία του γραφείου βρίσκει την ιδέα του karaoke εξαιρετική οπότε αναγκάζομαι να συμβιβαστώ και κάπως έτσι, έχοντας πρώτα κατεβάσει μερικά τζιν τόνικ αμέσως μετά τη δουλειά, κατευθυνόμαστε όλοι μαζί προς το Kung Korean Restaurant & Karaoke, σε κάποιο ξενοδοχείο στην καρδιά του νέου Ντουμπάϊ.
Το λόμπι του Byblos Hotel είναι τίγκα στην κελεμπία αλλά μόλις ανεβαίνουμε στον ημιόροφο όπου είναι χωμένο το Kung, ξαφνικά βρισκόμαστε στη Σεούλ - το προσωπικό και οι πελάτες είναι όλοι Κορεάτες κι εγώ αρχίζω να νιώθω σαν να είμαι παγιδευμένος μέσα στο χειρότερο ανέκδοτο όλων των εποχών ("δύο Άγγλοι, δύο Αυστραλοί, ένας Ισπανός, ένας Ινδός, ένας Έλληνας, μία Νοτιοαφρικάνα, μια Ρωσίδα και μια Παλαιστίνια μπαίνουν σε ένα Κορεάτικο μπαρ..."), ανακουφίζομαι όμως όταν παρατηρώ πως το μαγαζί είναι στημένο με τη λογική των "private rooms": Κλείνεις δωμάτιο αποκλειστικά για την παρέα σου, άρα δεν θα γίνω ρόμπα μπροστά σε καμιά εκατοστή αγνώστους. Το κάθε δωμάτιο έχει ένα τραπέζι στη μέση και πάνω δύο songbooks κι ένα μικρόφωνο, καναπέδες γύρω-γύρω, στη μία άκρη μια μεγάλη οθόνη για τους στίχους και το μηχάνημα karaoke, στην άλλη άκρη τα ηχεία.
Η ανακούφισή μου μετατρέπεται σε ανησυχία σχετικά με το τι ακριβώς έχει λάβει χώρα στο σημείο που κάθομαι όταν παρατηρώ δύο παράξενες, λεπτές, βαθιές τρύπες στη μαξιλάρα του καναπέ και συνειδητοποιώ ότι μάλλον έχουν προκληθεί από τακούνια-στιλέτο (στην Ασία, τα karaoke bars με private rooms συχνά δεν είναι παρά βιτρίνα για "gentlemen's clubs" όπου προσφέρονται και άλλου είδους υπηρεσίες), αφήνω όμως την ενοχλητική σκέψη στην άκρη όταν φτάνει στα χέρια μου το songbook για να διαλέξω τραγούδι. Είναι χιλιάδες! Πολλά είναι προφανώς Κορεατικά, οι τίτλοι των τραγουδιών είναι γραμμένοι με ιδεογράμματα, έχει όμως και πάρα πολλά "Δυτικά". Στο μεταξύ η πρώτη συνάδελφος έχει ήδη ξεκινήσει να τραγουδάει (άθλια) το "One Way Or Another", διαβάζοντας τους στίχους στην οθόνη και ερμηνεύοντας τους όλους με περίπου ένα δευτερόλεπτο καθυστέρηση και ενάμισι ημιτόνιο off. Ο Ισπανός ψάχνει να βρει Julio Iglesias.
"Δε γαμιέται", σκέφτομαι, "αφού αργά ή γρήγορα θα έρθει η σειρά μου, ας τραγουδήσω τώρα να ξεμπερδεύω" κι επειδή once a DJ always a DJ, επιλέγω το "My Sharona" που δένει καλά με το προηγούμενο των Blondie. Σηκώνομαι, πατάω τον κωδικό του τραγουδιού στο μηχάνημα, παίρνω το μικρόφωνο, και μεταμορφώνομαι.
Σοβαρά. Μεταμορφώνεσαι. O φόβος μη γίνεις ρεζίλι εξαφανίζεται, όλες οι εφηβικές rock star φαντασιώσεις σου επιστρέφουν και σου ρίχνουν μια γερή κλωτσιά στα οπίσθια. "Δώστα όλα!" σου λένε, "show 'em what you've got!". Και τα δίνω όλα. Είμαι στη σκηνή, είμαι ο frontman, και η δουλειά μου είναι να ξεσηκώσω το κοινό.
Never gonna stop, give it up, such a dirty mind
I always get it up, for the touch of the younger kind
My, my, my, aye-aye, whoa!
(COME ON!)
M-m-m-m-m-m-m-my, my, my, aye-aye, whoa!
(LET ME HEAR YOU!)
M-m-m-my Sharona!
Χάχανα, χειροκροτήματα, ποτά: Όσο περισσότερα ποτά, τόσο οι ερμηνείες γίνονται χειρότερες (ή καλύτερες, όπως το δει κανείς). Συνειδητοποιώ ότι αφού έχουμε κλείσει το δωμάτιο για δύο ώρες δεν ξεμπερδεύω με ένα τραγούδι και η σειρά μου θα έρθει ξανά. Οι υπόλοιποι επιλέγουν Sinatra (ευτυχώς όχι το "My Way", είναι επικίνδυνα πράγματα αυτά), Simon & Garfunkel, Stones, "La Bamba", στανταράκια, εγώ όμως έχω αποφασίσει να το πάω all the way: Στον επόμενο γύρο επιλέγω "Bohemian Rhapsody". Στο οπερατικό σημείο δύο συνάδελφοι σηκώνονται για χορωδιακό support και, φυσικά, για ομαδικό headbanging στο σόλο (όλοι έχουν δει το Wayne's World). Υπάρχει βίντεο. Όχι, δεν θα το δείτε.
Φαίνεται ότι ο συνδυασμός karaoke και αλκοόλ ευνοεί την καλλιέργεια κλίματος συντροφικότητας. Κοιτάω γύρω και βλέπω ότι οι εντάσεις και οι κόντρες του γραφείου έχουν μπει στην άκρη, όλοι γελάνε, καλαμπουρίζουν, ξεδίνουν σφαγιάζοντας αγαπημένα τραγούδια. Το να τραγουδήσεις δημόσια, έστω και μπροστά σε δέκα γνωστούς, απαιτεί να δείξεις αδυναμία και να εκτεθείς. Η μουσική λειτουργεί απελευθερωτικά και βοηθά να το κάνεις χωρίς να δίνεις και πολύ μεγάλη βαρύτητα σε αυτό. Μεγάλη υπόθεση όταν δεν είσαι πια ξένοιαστος πιτσιρικάς.
Το karaoke songbook περιέχει κάποιες απρόσμενες επιλογές. Ανάμεσα στη Madonna και τους One Direction βρίσκω ας πούμε ένα τραγούδι των White Lion, και το πέμπτο τζιν τόνικ μου βγαίνει από τη μύτη όταν εντοπίζω στο songbook το "Masque Of The Red Death" των Crimson Glory. Δεν είναι όμως αυτό για απόψε, οπότε για το encore μου επιλέγω "Livin' On A Prayer". Μεγάλη επιτυχία, γκραν σουξέ, στο ρεφρέν πιστεύω με άκουσαν μέχρι το λόμπι.
Ο Κορεάτης έρχεται να μαζέψει τα άδεια ποτήρια και μας ενημερώνει ότι το δίωρο πέρασε, θέλουμε να κάτσουμε κι άλλο; Ευχαριστούμε, άλλη φορά. Στο ισόγειο του ξενοδοχείου έχει μια παμπ, πάμε να πιούμε μια τελευταία ήσυχη μπύρα. Παιδιά, άκουσα ότι στην άλλη πλευρά της πόλης έχει ένα Ρωσικό karaoke bar, πότε θα πάμε;
No comments:
Post a Comment