Sunday, 27 November 2011

Λίστες The Sequel

Το προηγούμενο blog post μου, "Λίστες: Η Χαρά Του Βλαμμένου", ήταν μια ειλικρινής προσπάθεια εκ μέρους μου να βοηθήσω μία ειδική κατηγορία συνανθρώπων μου: Αυτούς που αν δεν κάνουν λίστα με τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς κάθε Δεκέμβριο, αισθάνονται ανεπαρκείς ως άνθρωποι και ως άνδρες. Ναι, άνδρες. Είναι καθαρά ανδρικό το φαινόμενο, καμία γυναίκα δεν έχει τέτοιους ψυχαναγκασμούς. Ίσως γι' αυτό το "High Fidelity" έχει πουλήσει αμετρητομμύρια αντίτυπα, ενώ στη θέση #116.094 του "Amazon Bestsellers Rank" βρίσκεται αυτό:



Το νούμερο παραπάνω δεν είναι τυχαίο, όντως σύμφωνα με τη λίστα ευπώλητων του Amazon.co.uk υπάρχουν 116.093 βιβλία που το αναγνωστικό κοινό βρίσκει πιο ενδιαφέροντα από ένα με τίτλο "Record Collecting for Girls". Το οποίο δεν έχω διαβάσει, μπορεί κάλλιστα να είναι εξαιρετικό, το θέμα όμως είναι ότι κανείς ενήλικος δεν θέλει να διαβάσει ένα βιβλίο για κορίτσια που συλλέγουν ψυχαναγκαστικά δίσκους, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που κανείς ενήλικος δεν θα διάβαζε τo "An Unauthorized Biography of Santa Claus": Πρόκειται για μυθικά πρόσωπα.

Ξεφεύγω όμως από το θέμα μου. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι οι άνθρωποι είναι αχάριστοι. Εγώ προσπαθώ να τους βοηθήσω αναπτύσσοντας μια δομημένη μεθοδολογία δημιουργίας λιστών, και αυτοί μου επιτίθενται ανελέητα. "Μαλακία μέθοδος αυτό με τις πεντάδες", μου γράφει ένας αναγνώστης, χωρίς όμως να αντιπροτείνει εναλλακτική λύση. Άλλοι είναι πιο δημιουργικοί στην κριτική τους, θέτωντας καίρια ερωτήματα: "Δεν ξέρω ποιο να βάλω Νο. 3 στη λίστα μου", σχολιάζει ο Γ.Κ., "η μεθοδολογία που προτείνετε δεν μου λέει πώς μπορώ να ζυγίσω αν μου άρεσε περισσότερο το Χ από το Ψ album που είναι τόσο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους". Έτσι λοιπόν αποφάσισα να προχωρήσω ένα βήμα παραπέρα από την προηγούμενη μέθοδο που πρότεινα, μπαίνοντας στη σφαίρα της επιστημονικής ανάλυσης κι επιχειρώντας να ποσοτικοποιήσω τη διαδικασία ώστε η αντικειμενικότητα να είναι εξασφαλισμένη και μη αμφισβητήσιμη.

Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν είναι κάποιοι δείκτες: Ας πάρουμε δύο albums που (νομίζεις ότι) σου αρέσουν εξίσου, αλλά έχεις την υποχρέωση (ή, ακόμα χειρότερα, την επιτακτική εσωτερική ανάγκη) να τα κατατάξεις το ένα πάνω από το άλλο για τις ανάγκες της "Λίστας". Πώς αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα; Δείκτες. Οι αριθμοί δεν ψεύδονται. Δεν μπορείς όμως απλά να μετρήσεις πόσες φορές άκουσες τον έναν δίσκο και πόσες τον άλλο, διότι το Χ το έχεις από το Μάρτιο και το Ψ από τον Οκτώβριο. Συνεπώς ένας δείκτης που χρειάζεσαι θα μπορούσε να είναι το LPW, δηλαδή "Listens Per Week".

Εξηγώ: Ας πούμε ότι το album Χ το έχεις από την 21η Μαρτίου (35 εβδομάδες) και το έχεις ακούσει 16 φορές, ενώ το Ψ το έχεις από τις 10 Οκτωβρίου
(6 εβδομάδες) και το έχεις ακούσει 5 φορές. Αυτό μας δίνει LPW 16/35 = 0,46 για το Χ και 5/6 = 0,83 για το Ψ, άρα το Ψ σου αρέσει περισσότερο. Σωστά;

Όχι ακριβώς. Και αυτό γιατί υπάρχει o νόμος των ελαττούμενων ακροάσεων (Law of Diminishing Listens, ή LDL), σύμφωνα με τον οποίο η διάθεσή σου να ακούσεις ένα album που σου αρέσει μειώνεται στο μισό κάθε δύο εβδομάδες που περνούν από την ημέρα απόκτησής του. Με άλλα λόγια, ένα album που το άκουσες 5 φορές τις πρώτες 2 εβδομάδες, θα το ακούσεις κατά μ.ο. 2,5 φορές τις επόμενες δύο εβδομάδες, 1,25 φορές τις επόμενες 2 εβδομάδες και ούτω καθ' εξής. Δεν έχω ολοκληρώσει ακόμα το λογάριθμο καθώς αυτό το blog post είναι work in progress, θέλω όμως όσο τίποτα άλλο στον κόσμο η τελική του μορφή να μοιάζει κάπως έτσι:


logb(xy) = logb(x) + logb(y)

Όχι ότι κατάλαβα τίποτα, αφού έχω να ακουμπήσω βιβλίο μαθηματικών από το 1986, εν πάσει περιπτώσει όμως είμαι αισιόδοξος ότι σύντομα οι συνεργάτες μου κι εγώ θα έχουμε αναπτύξει την πρώτη ολοκληρωμένη, επιστημονική μέθοδο δημιουργίας
"Λίστας Με Τα Καλύτερα Albums Της Χρονιάς", η οποία θα καταστήσει όλες τις άλλες μεθόδους απηρχαιωμένες. Τα αποτελέσματα θα δημοσιευθούν εδώ. Μείνετε συντονισμένοι.

Wednesday, 23 November 2011

Λίστες: Η Χαρά του Βλαμμένου


Στην αρχή, θυμάμαι, ήταν πιο απλά τα πράγματα. Το χαρτζηλίκι δεν επέτρεπε και πολλά-πολλά, ακόμα και όταν δεν έτρωγα κολατσιό στο σχολείο όλη τη βδομάδα για να κάνω οικονομία, αγόραζα ένα δίσκο (κασέτα στη δική μου περίπτωση) κάθε Σάββατο. Βάλε και τα δωράκια Χριστούγεννα-γενέθλια-Αγίου Τάδε, βγάλε την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών (στις Κυκλάδες δεν έχει δισκάδικα) και μιλάμε για καμιά 50-αριά albums το χρόνο, και όχι όλα εκείνης της χρονιάς αφού έπρεπε να αποκτήσω και τα all-time classics. Έτσι, όταν ερχόταν το τέλος Δεκεμβρίου, ήταν πολύ εύκολο να κάνω λίστα με "τα καλύτερα της χρονιάς". Όχι ότι νοιαζόταν κανείς να δει τη λίστα μου, αλλά λέμε τώρα: Σχεδόν όλα όσα είχα ακούσει ήταν τα καλύτερα.

Αργότερα το πράγμα άρχισε να ζορίζει: Αγόραζα περισσότερους δίσκους, μου γράφανε και οι φίλοι κασέτες (Denon εξηντάρα, έγραφε ο Γ. το "Among The Living" 51 λεπτά και γέμιζε το κενό με δυο κομμάτια Heathen), και το να διαλέξω τα 10, 20, 30 καλύτερα στο τέλος της χρονιάς δυσκόλευε. Και μετά ήρθε η καταστροφή: Άρχισα να γράφω για μουσική σε περιοδικά και να κάνω ραδιόφωνο. Αυτό σήμαινε όσα αγόραζα, συν όσα μου αντιγράφανε για να τα ακούσω, συν όσα μου δίνανε για κριτική, συν τα έξτρα που καβάτζωνα από όσα έρχονταν στο περιοδικό διπλά-τριπλά (ήταν πολύ large τότε οι δισκογραφικές), συν όσα μου στέλνανε για την εκπομπή. Και στο τέλος της χρονιάς βρισκόμουν αντιμέτωπος με ένα βουνό δίσκους. Η δημιουργία της λίστας είχε καταντήσει βασανιστική υπόθεση.

Fast forward στο σήμερα. Σαν γνήσιος βλαμμένος ψυχαναγκαστικός, εξακολουθώ να φτιάχνω λίστες με τα καλύτερα στο τέλος κάθε χρονιάς. Και μάλιστα έχω πλέον να διαλέξω ανάμεσα σε πολύ περισσότερες κυκλοφορίες, αφού το downloading μου δίνει την πολυτέλεια να ακούσω ΤΑ ΠΑΝΤΑ πριν αποφασίσω τι να αγοράσω. Δεν είμαι μόνος, το ξέρω. Τέτοιες μέρες πολλοί φίλοι μου γκρινιάζουν ότι ήρθε η ώρα να αρχίσουν να σκέφτονται τη "Λίστα Με Τα Albums" και δεν ξέρουν τι να βάλουν μέσα, τι να αφήσουν απ' έξω και με ποια αξιολογική σειρά να τα τοποθετήσουν ("τέτοιες μέρες" my ass. Έλα τώρα, παραδέξου το, από τον Απρίλιο έχεις αρχίσει να σκέφτεσαι τη "Λίστα").

Έτσι λοιπόν αποφάσισα να αξιοποιήσω 30 χρόνια αποσταγμένης σοφίας από τη δημιουργία παντελώς άχρηστων λιστών, δημοσιεύοντας έναν απόλυτα ψυχαναγκαστικό "Οδηγό Δημιουργίας Λίστας Με Τα Καλύτερα Albums Της Χρονιάς". Ακολουθούν λοιπόν οι 10 Εντολές:
  1. Αγνόησε τις βλακείες μου ότι σήμερα μπορείς να ακούσεις τα ΠΑΝΤΑ. Ναι, μπορείς, αλλά ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ. Επέλεξε μερικές πολύ συγκεκριμένες πηγές πληροφόρησης που εμπιστεύεσαι (ένα περιοδικό, δύο websites, τρεις φίλους) και άκου τις εισηγήσεις τους κατά τη διάρκεια της χρονιάς, εμπιστεύσου το προσωπικό σου γούστο και κριτήριο, και αυτά αρκούν.
  2. Αποφάσισε από την αρχή τι μπαίνει στη λίστα και τι όχι. Live albums μετράνε; Soundtracks; Albums διασκευών; ΕΡs; Albums που κυκλοφόρησαν το Δεκέμβριο της προηγούμενης χρονιάς και δεν τα άκουσες εγκαίρως; Οι κανόνες δεν είναι οι ίδιοι για όλους, μπορείς να τους προσαρμόσεις όπως θέλεις (εκτός αν η λίστα σου προορίζεται για περιοδικό που έχει τους δικούς του κανόνες), αλλά καθόρισέ τους από την αρχή και ακολούθησέ τους πιστά. No exceptions, no cheating.
  3. Όλη τη χρονιά κράτα κατάλογο με τα albums που άκουσες, σε Excel. Φτιάξε ένα spreadsheet και κατέγραφε εκεί κάθε album που ακούς, μόλις το ακούς, με βαθμολογία. Θα σου γλυτώσει πάρα πολύ χρόνο στο τέλος της χρονιάς.
  4. Όταν προσθέτεις ένα album στο spreadsheet, μην το τοποθετείς απλά κάτω από το προηγούμενο που άκουσες. Βάλτο πάνω από ένα άλλο album που σου άρεσε λιγότερο και κάτω από ένα που σου άρεσε περισσότερο. Ο σκοπός δεν είναι να έχεις μια αυστηρή αξιολογική σειρά από την αρχή, αλλά περισσότερο κάποια γενική ιδέα της αξιολόγησης.
  5. Όταν έρθει η ώρα της δημιουργίας της λίστας με τα Χ καλύτερα albums, ξεκίνα με τα 2X κορυφαία albums του spreadsheet. Αν ας πούμε πρέπει να καταθέσεις 20-άδα, ξεκίνα με 40.
  6. Άκου ξανά τα 40 αυτά albums. Προσεκτικά. Κάνε τυχόν διορθωτικές κινήσεις στην προσωρινή λίστα αξιολόγησης που ήδη έχεις αν ακολούθησες πιστά την Εντολή 4.
  7. Για να είσαι σίγουρος ότι η αξιολογική σειρά σου είναι σωστή, χώρισε τα 40 albums σε 8 πεντάδες και ταξινόμησε κάθε πεντάδα με αξιολογική σειρά. Δεν έχει σημασία πώς θα χωρίσεις τις πεντάδες, μπορεί να είναι αλφαβητικά, μπορεί να είναι ανά ιδίωμα, μπορεί να είναι εντελώς τυχαία. Όπως και να'χει, είναι πολύ πιο εύκολο να αποφασίσεις πού κατατάσσεται το "Premonition 13" ανάμεσα σε 4 άλλα albums, παρά ανάμεσα σε 39. Όταν ολοκληρωθεί αυτό το βήμα, θα έχεις στα χέρια σου 8 πεντάδες με αξιολογική σειρά. Βλέπεις πού πάει αυτό, έτσι;
  8. Πάρε τους 8 πρώτους των πεντάδων και αποφάσισε ποιος είναι ο καλύτερος. Μόλις έβγαλες, με κάθε βεβαιότητα, το Νο. 1 σου.
  9. Στη συνέχεια προχωράς με τον ίδιο τρόπο για να βγάλεις το Νο. 2. ΠΡΟΣΟΧΗ!!! Δεν επιλέγεις το Νο. 2 της τελικής λίστας μόνο ανάμεσα στα 7 πρώτα των άλλων πεντάδων! Προσθέτεις στους υποψήφιους και το δεύτερο της πεντάδας (τετράδας πλέον) από την οποία επέλεξες πριν το Νο. 1. Η επιλογή γίνεται πάντα ανάμεσα σε 8 albums, τουλάχιστον μέχρι να εξαντληθεί κάποια πεντάδα, ανεβάζοντας αυτό που είναι κάτω από το προηγούμενο επιλεχθέν ώστε να συναγωνιστεί με τα πρώτα στη σειρά των υπόλοιπων 7 subgroups.
  10. Με τον ίδιο τρόπο επιλέγεις το Νο. 3, το Νο. 4 και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρώσεις την εικοσάδα.

Απλό δεν είναι; Δε χρειάζεται παρά να μην κάνεις τίποτα άλλο στη ζωή σου εκτός από να ακούς μουσική, να ξέρεις Excel, και να σε ανέχονται οι δικοί σου.

Thursday, 17 November 2011

The Mary Turner Show

Οι περισσότεροι της σειράς μου που ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τη ροκ μουσική είχαν ως μέντορά τους το Γιάννη Πετρίδη: Είτε μέσα από τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, είτε μέσα από το περιοδικό Ποπ & Ροκ που είχε ιδρύσει και διηύθυνε, για έναν έφηβο στις αρχές της δεκαετίας του '80 ο Πετρίδης ήταν μια όαση ηλεκτρικής κιθάρας σε μία έρημο από Νταλάρες, Θεοδωράκηδες, Ανδριόπουλους και ό,τι άλλο άκουγε η καταραμένη "Γενιά του Πολυτεχνείου" στην οποία εν πολλοίς οφείλουμε τα σημερινά μας χάλια. Χρωστάω πολλά στον Πετρίδη, τολμώ όμως να πω ότι χρωστάω περισσότερα στη Mary Turner.

Εκείνη την εποχή στο Ελληνικό υπήρχε μια μεγάλη Αμερικανική Βάση (του θανάτου). Για την ψυχαγωγία των Αμερικανών στρατιωτών που υπηρετούσαν εκεί λειτουργούσε ραδιοφωνικός σταθμός, ο AFTRS (American Forces Radio & Television Service). Μη φανταστείτε κατάσταση "Good Morning Vietnam" με παραγωγούς τύπου Robin Williams να επαναστατούν live κόντρα στο στρατιωτικό κατεστημένο: Οι εκπομπές ήταν προηχογραφημένες στις ΗΠΑ και αναμεταδίδονταν αυτούσιες από τους αντίστοιχους ραδιοφωνικούς σταθμούς των Αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων σε όλο τον κόσμο.

Η βάση του Ελληνικού εξέπεμπε στα μεσαία, τα ΑΜ, κάπου προς το τέρμα δεξιά της μπάντας. Κάθε βράδυ, ΚΑΘΕ βράδυ όμως, από την ώρα που πήγαινα στο κρεβάτι και για τουλάχιστον ένα δίωρο μέχρι να με πάρει ο ύπνος, άκουγα AFTRS από ένα μικρό τρανζιστοράκι. Η σειρά των εκπομπών ήταν η ίδια: Την ώρα που άνοιγα το ραδιόφωνο έπαιζε ήδη το "King Biscuit Flower Hour", που μετέδιδε μια ολόκληρη συναυλία (μιλάμε για εποχή 1981-82 έτσι; Τότε στην Ελλάδα γινόταν μία (1) συναυλία ξένου ροκ συγκροτήματος ανά δύο χρόνια το πολύ, και το Internet ήταν επιστημονική φαντασία, οπότε η δυνατότητα να ακούσεις μια ολόκληρη συναυλία των Foghat ή των 38 Special εκτιμάτο ιδιαίτερα). 

Συνήθως ο ύπνος με έπαιρνε κατά τη διάρκεια της εκπομπής του Wolfman Jack. 
Παρένθεση - ως εναρκτήριο σήμα εκπομπής ο Wolfman είχε αυτό το αξέχαστο:




Κλείνει η παρένθεση. Ανάμεσα λοιπόν στο "King Biscuit Flower Hour" και στον Wolfman Jack ήταν η εκπομπή της Mary Turner, το επίκεντρο της βραδιάς μου.

Η αισθησιακή φωνή της Mary Turner ήταν που μου σύστησε τον Ozzy Osbourne, τους Judas Priest, τον Billy Squier, τους Rush, αλλά και τους J. Geils Band (μεγάλη αγάπη αυτοί, θα ήθελα να γράψω κάτι γι' αυτούς αλλά με πρόλαβε και τα έγραψε όλα ο Nick Hornby στο "31 Songs"). Κάθε βράδυ τις καθημερινές, ξαπλωμένος στο κρεβάτι αγκαλιά με το τρανζιστοράκι, περίμενα με λαχτάρα να ακούσω ποιο καινούργιο συγκρότημα θα μου μάθαινε η Mary, σημείωνα τίτλους δίσκων και το Σάββατο πήγαινα στο δισκάδικο της γειτονιάς για κατάθεση. Η Mary ήταν η τέλεια DJ: Ήξερε πότε να ανεβάσει τους ρυθμούς, πώς να κολλάει ιδανικά τα κομμάτια μεταξύ τους, πότε να εκστομίσει "a word from our sponsors" και πότε να αφήσει τη μουσική να μιλήσει. Την αγαπούσα. Παρακολουθούσα την εκπομπή της με θρησκευτική ευλάβεια για χρόνια. Το ότι έπαιξα σε συγκρότημα, το ότι έκανα ραδιόφωνο, το ότι γράφω για μουσική εδώ και 100 χρόνια, νομίζω πως όλα τα οφείλω στη Mary Turner. Και όταν έκλεισε η Βάση (του θανάτου), και μαζί της ο ραδιοσταθμός, το πλήγμα ήταν αβάσταχτο.

Το ξεπέρασα πάντως. Αυτό που μου έχει μείνει είναι μια γλυκιά νοσταλγία για την αισθησιακή φωνή και τις AOR προτιμήσεις της Mary Turner και, χάρη στο Internet, όταν μου τη βαράει μπορώ πλέον να παίρνω και τη δόση μου από παλιές εκπομπές της, σαν αυτές που κάποτε άκουγα από το τρανζιστοράκι.



Sunday, 13 November 2011

Never Say Never, Geezer!

I'm new to this blogging thing, but I know you're supposed to update regularly, right? And if your blog is about rock music and a Black Sabbath reunion has just been announced you MUST update, right?

Well, the truth of it is that I'm too busy/lazy/hazy to write here on a regular basis. And, quite frankly, I prefer to waste my time on a Sunday reading Martin Popoff's rant on the matter (http://www.bravewords.com/news/172538) rather than trying to think of an original "angle" on the issue. Thank God for the Internet then because www.black-sabbath.com, for reasons totally baffling to me, has kept alive an interview I did with Geezer Butler back in 1995, an interview that 16 years and 8 PCs later I no longer had access to. As a matter of fact I don't even remember where the interview originally appeared, but as I was living in New York at the time, it must have been either Metal Maniacs magazine or an ill-fated online MTV spinoff.

In any case this was a story about the G//Z/R debut album, but of course we also talked a bit about Sabbath with Geezer swearing that there would never, NEVER be an original Sabbath reunion. So, I'm copy/pasting it below for the odd Sabbath fan who might be interested in my small contribution to the Sabbath news story: An original band member swearing that he would never be part of the reunion he's currently a part of. Enjoy
!


Giving up the Sabbath Ghost


Ask anyone who's someone in the scene today, and you'll get the same reply: Black Sabbath were, undeniably, the creators of the most influential sounds in the history of heavy metal. But whatever goes around comes around, and Geezer Butler, the band's legendary bassist and lyricist, is back with a vengeance; a band that sounds a lot like some of the newer bands that have been influenced by Sabbath - only better, louder, and far more aggressive. Enter g//z/r.

The current incarnation of Sabbath is nothing but a pale imitation of the classic Osbourne/Iommi/Butler/Ward line-up's glory days, with sole remaining original member Tony Iommi beating a dead horse that should've been buried a decade ago. Bill Ward seems to be in semi-retirement mode, even though last year he was allegedly trying to put together a new solo album, and I guess you all pretty much know what His Royal Ozziness is up to these days. So, what about Geezer Butler?

Well, after quitting Sabbath (this time for good, he insists) last year, Butler has been pretty busy - he joined forces with former bandmate Ozzy Osbourne for the Ozmosis album and tour and, more importantly, put together a killer new outfit: under the name g//z/r, Butler wrote and recorded Plastic Planet, with Fear Factory's Burton C. Bell on vocals, Ozzy's Deen Castronovo on drums, and Birmingham, England-born newcomer (sort of) Pedro Howse on guitar. Trust me, folks, Plastic Planet is one of the fiercest, heaviest, most intense releases since Slayer's Divine Intervention. We're talking bone-crunching material here, including 'The Invisible' (originally heard on the Mortal Kombat soundtrack), the first single 'Drive Boy Shooting', and my personal favorite, the heavy-as-fuck 'Give Up The Ghost'. I could not pass up the opportunity to meet Geezer during his recent New York visit, to chat with the man about his bold new project and illustrious career, a few hours before Ozzy's NY gig and on the eve of the first-ever g//z/r concert.

g//z/r "The g//z/r project has been in the making since September 1994," says the black-clad, extremely pleasant, and ever-mustachioed Butler, "even though some of the riffs have been around for a few years. It's something that I've always wanted to do - especially in the past ten years, I've been writing lots of stuff. Some of it ended up on the last two Sabbath albums I did (1992's Dehumanizer and 1993's Cross Purposes). But I was finding it difficult to work with the other players in Black Sabbath, I wasn't satisfied anymore with the music Sabbath were creating, it wasn't going in the direction I wanted to. I thought it was the best time for me to leave Sabbath, forget all that, and concentrate on my own stuff."

Isn't the Sabbath legacy a heavy load on your shoulders, now that you're embarking on your own project?

"No. It was a heavy load when I was in Black Sabbath, because the version of Sabbath I was in just couldn't ever compare to the original Black Sabbath. That's one of the reasons why I left, it was just impossible to live up to the legend. I see this as a fresh start, away from all that. It gives me the freedom to do whatever I want to do, instead of having 'Paranoid' and 'Iron Man' and 'War Pigs' looking down at me. Now I don't have to compare."

So, do you think that Black Sabbath have no relevance today? Is it time for them to rest in peace?

"Absolutely, yes. It just doesn't bear any resemblance whatsoever to the original concept of Black Sabbath anymore."

What's your relationship with Tony Iommi today?

"Nonexistent."

Plastic Planet sounds much heavier than anything Sabbath have done lately. Where is all this aggression coming from?

"Musically, it's the way I've always written. I always thought Sabbath should have remained a heavy band, instead of lightening up and becoming Deep Purple Mark 10. I've always wanted to do a really heavy album."

The g//z/r project features an eclectic mix of metal musicians. How did you come up with this line-up?

"I've been working with Pedro for about ten years. He's great to work with, because I write a lot of the material on the bass, and he can perfectly transpire the bass riffs on the guitar without losing any of the heaviness... Once we got most of the music written, we started auditioning drummers and singers in England, but I couldn't find the right players anywhere. Then Ozzy asked me to play on his album, and that's how I met Deen, the drummer. I played him some of the stuff I was writing - he loved it, and he asked me if he could be on the album. Then I came back to England to audition more singers, but couldn't get anywhere. So I asked Scott Koenig, who manages Biohazard and Fear Factory, if he knew any good singers in New York or wherever. Scott sent me some tapes, and he also sent me an advance copy of the Fear Factory CD (Demanufacture). I listened to the tapes, and then I listened to the Fear Factory CD, and I knew that Burton's voice was exactly what I was looking for: someone who could sing aggressively, but melodically as well. I asked Scott if he knew anyone who sounds like Burton, and he told me that Fear Factory weren't going on the road for six weeks, and Burton himself was available. So Burton came over to England, listened to the material and really liked it, so he agreed to participate in the project."

Burton and Deen are well-known from past projects. Pedro Howse, however, is virtually unknown even to the best-informed metal fans, despite the fact that he's been around for quite a while...

"Pedro used to have a band caled Crazy Angel in England, one of the first thrash bands, back in 1982. They were incredibly heavy, perhaps too heavy for the things that were going on back then. He's also been in a few other bands in the Birmingham (Sabbath's hometown) area, but hasn't really done anything big before."

In a recent interview, Ozzy described g//z/r as "This strange, industrial thing." Do you agree with your buddy's description?

Geezer bursts out laughing. Apparently not...

"It's not industrial! It's heavy, I suppose, but not industrial!"

g//z/r's music is definitely far closer to metal than it is to industrial. Lyrically speaking, however, some old industrial genre staples - technology out of control, computers taking over, the whole Man vs. Machine thing - seem to be recurring themes on Plastic Planet, with songs like 'Sci-Clone', 'Catatonic Eclipse', and 'X-13'. The vibe all over this album seems to be very anti-technology. Do you think we've gone too far? Is Microsoft's Bill Gates the Devil?

"A couple of years ago, I was writing this comic book about a guy who tries to find out who God and the Devil are through his computer, and he programs himself into the computer. He becomes an evil spirit that lives inside the machine, a human computer virus. I ended up taking a lot of the material I was writing for the comic book, and adding it to the lyrics for this album... I guess all this stuff comes from having two kids that are growing up in a totally different way than I did, everything they do is on a computer, from playing games to communicating with each other on the Internet. Computers are a totally different world to me, it's fascinating but sort of frightening at the same time."

And whatever happened to the comic book?

"I never finished it. I couldn't think of an ending!"

For the second time in the last few minutes, Geezer Butler laughs loudly. His love for comics, however, is no joke. This is one of his favorite hobbies, also demonstrated in other g//z/r songs such as 'Detective 27'.

"I really want to publish a comic book one day, and I'm thinking of writing a fiction book as well. The problem is, every time I get an idea for a book, somebody else does it! They always beat me to it! (more laughter) I guess that's why all this stuff ends up in my lyrics instead."

Is g//z/r a long-term project or a one-album thing?

"I think it's going to be a long-term project. That's where I want to dedicate my musical life to, after I finish the Ozzy tour. I don't know if the line-up will remain the same for future albums, however. It's going to be difficult for Burton, since he has Fear Factory. But I will be writing more material with Pedro Howse in the future, definitely. I would love this line-up to be the band in the future, but we'll have to wait and see."

With Fear Factory as the support act on the Ozmosis tour, three of the four g//z/r members are on the road with Ozzy. How will you find the time and energy to promote Plastic Planet?

"For the time being, we'll just try and book some gigs on days off from the Ozzy tour. Today, for example, Ozzy's playing in New York, and tomorrow we'll do a g//z/r show - our first gig ever! Then, when the Ozzy thing is over, we'll put together a tour and go out as g//z/r, as early as possible in 1996 - we'll be on the Ozzy tour until Christmas in America, then we're going to Europe, and then it's g//z/r."

Tomorrow's gig is the first g//z/r show ever? Are you nervous?

"Yeah! (laughs) We haven't rehearsed, we have barely played together. Even when we did the album, we only rehearsed for two days, so we've never really played the whole thing as a band."
How the hell do you record an album after rehearsing for just two days? Was there a lot of improvisation in the studio?

"Well, we got the backing tracks down pretty fast, in a couple of days, but Burton didn't have a clue what he was going to sing! I had written all the lyrics, I gave them to Burton, and told him to sing whatever lyrics he felt fit which music, so I didn't even know which words would go with which song. We only had twelve days to finish the whole thing, because Fear Factory had to go on the road and I had to begin rehearsals with Ozzy."

So, let me get this straight: You're playing New York City tomorrow night, and you haven't rehearsed once?

"We'll rehearse tomorrow afternoon. Nothing like going into the deep end, is there?"

Practically every metal band out there has been influenced by Black Sabbath, to a greater or lesser extent. I have always wondered, however, what were your own influences - what made you want to become a musician?

"Primarily, the Beatles. I didn't really listen to a lot of music before the Beatles came along and showed me a totally new way of life. That's when I decided what I wanted to be when I grew up! Musically, Cream, Jimi Hendrix, John Mayall, and a lot of the old blues stuff were also a big inspiration."

g//z/r

The Sabbath influence is prevalent not only in the music, but in the lyrics of many of today's metal bands - after all, you were among the first to get into the occult and the darker side of life, and now there are bands in Scandinavia burning down churches and killing each other. How much of what you wrote back then was for real?

"I used to read a lot about all that. But any lyrics that I or Ozzy wrote were actually warnings against Satanism, telling people that if you are going to dabble in that, just be careful... I had a very strict Catholic upbringing, so I read a lot about Satan. But we never, ever promoted Satanism or black magic, we only used it as a reference, and it wasn't our only topic. We wrote a lot of science fiction lyrics, anti-Vietnam war songs, the occult was only dealt with in three or four songs. But people completely misinterpreted them, the way they always do... Sabbath even did a blatantly pro-God, Christian hymn type of song, 'After Forever', and people still took it the wrong way. They thought we were taking the piss out of it!"

"I think it's sad that those bands in Norway are trying to get publicity by burning down churches. Music shouldn't ever preach hatred or intolerance, there's already enough of that in the world... Some of these new bands are so fake it's unbelievable, they don't even know what they're singing about half the time."

Which of today's bands do you like?

"I don't really listen to a lot of music now, but I do like Machine Head, Fear Factory obviously, Pantera... Korn are pretty good too."

A couple of years ago, we came pretty close to an original Sabbath reunion. After what you said about Tony Iommi earlier, is there any chance the fans will ever see the real Black Sabbath back together again?

"Not with me in it!"

Geezer Butler starts laughing again - and this sounds like the good-humored, leave-all-that-crap-behind laugh of a man at peace with himself. Yes, he is nervous about the future of his solo project and tomorrow's show. Yes, he knows there is no way to ever get rid of the proverbial Sabbath albatross around his neck. But Geezer Butler is ready to move on, and you better stick around, because he's as relevant today as he ever was.

Saturday, 12 November 2011

Οι 10 Καλύτερες Διασκευές Όλων Των Εποχών

ΟΚ το παραδέχομαι, ο τίτλος του άρθρου είναι προβοκάτσια. Ως γνωστόν το να συντάξει κάποιος μία λίστα με τα καλύτερα οτιδήποτε, οποιασδήποτε χρονικής περιόδου, είναι άσκηση στη ματαιότητα. Έχει όμως πλάκα, έτσι δεν είναι; Ας δούμε λοιπόν ποιες είναι οι 10 καλύτερες διασκευές όλων των εποχών για σήμερα. Μη με ρωτάτε όμως για αύριο, είναι αξίωμα ότι κάθε τέτοια λίστα παύει να ισχύει με την ολοκλήρωση της συγγραφής της.
Εκεί λοιπόν που άκουγα στο αυτοκίνητο το ωραιότατο soundtrack της ωραιότατης ταινίας "Boys Don't Cry", θυμήθηκα την ωραιότατη σκηνή του μπαρ όπου η ωραιότατη Chloe Sevigny μαζί με τις ωραιότατες φίλες της τραγουδάνε ωραιότατα karaoke το "The Bluest Eyes In Texas", μία επιτυχία του country συγκροτήματος Restless Heart από το 1988. Αααχ, Chloe... Εεεε, πίσω στο θέμα μας. Στο soundtrack της ταινίας λοιπόν το συγκεκριμένο τραγούδι ακούγεται από τη φωνή της Nina Persson των Cardigans με ηθικό αυτουργό το Nathan Larson, σε μία εκτέλεση που είναι απλά συγκλονιστική. Γιατί όμως μου φαίνεται συγκλονιστική; Τι είναι αυτό που κάνει μια διασκευή όχι απλά επιτυχημένη, αλλά ξεχωριστή;



Κατ' αρχάς, θα πρέπει ο διασκευάζων να φέρει το τραγούδι στα δικά του μέτρα. Να του προσδώσει προσωπικότητα. Να το κάνει δικό του. Κακή διασκευή κατ' εμέ είναι η πιστή επανεκτέλεση ενός κλασικού κομματιού. Τι νόημα έχει να ακούσω ένα τραγούδι των Black Sabbath παιγμένο ακριβώς όπως το παίζουν οι Black Sabbath από κάποιους που δεν είναι οι Black Sabbath; Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμα και σεβάσμιοι προσωπικοί ήρωες όπως ο Dave Wyndorf όταν παίζει το "Into The Void" είναι φάουλ, το ίδιο και ο Lemmy με το "God Save The Queen". Αν θέλεις να υποβάλεις τα σέβη σου δήλωνε στις συνεντεύξεις σου ποιοι σ' αρέσουν αλλά, προς θεού, μην τους διασκευάζεις. Δεν θέλω να σε ακούσω. Κι αν θέλεις να μάθεις πώς κάνει κάποιος δικό του το τραγούδι αλλουνού, για άκου την ολοκληρωτική οικειοποίηση από τους Entombed αυτού του cult classic του Roky Erikson:



Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά όμως αυτή. Το 99% των διασκευών είναι χειρότερες από το πρωτότυπο. Ειδικά όταν προσπαθείς να διασκευάσεις έναν δημιουργό τόσο εμβληματικό όσο ο Leonard Cohen, το αποτέλεσμα είναι πάντα καταστροφικό. Εκτός βέβαια αν είσαι ευλογημένος από το Θεό (και τα γονίδια) με ένα αγγελικό φαλσέττο που κάνει άνδρες να κλαίνε και γυναίκες να μουσκεύουν το εσώρουχό τους, και φροντίσεις να πεθάνεις νωρίς, τραγικά και άσκοπα αφήνοντας ένα όμορφο πτώμα πίσω σου, όπως ο Jeff Buckley. Τότε χάρη στο συνδυασμό ταλέντου και rock 'n' roll μυθολογίας η διασκευή σου ξεπερνά το πρωτότυπο, φαινόμενο σπανιότατο.


Βέβαια το ποιες διασκευές συγκινούν τον καθένα είναι σε μεγάλο βαθμό βιωματικό. Όπως και το ποια βιβλία ή ταινίες αγαπά, τι ομάδα είναι, και το αν προτιμά τις κοκκινομάλλες από τις ξανθιές. Είχα γράψει κάπου, κάποτε, ότι οι καλύτεροι δίσκοι όλων των εποχών είναι αυτοί που άκουσες όταν ήσουν 14 χρονών και εξακολουθώ να πιστεύω πως αυτό είναι αλήθεια. Όταν ήμουν λοιπόν 14 χρονών το αγαπημένο μου συγκρότημα ήταν οι Queen. Ένας από τους λόγους που αγαπούσα τους Queen ήταν το γεγονός ότι αυτό που έκαναν ήταν τόσο ξεχωριστό, τόσο διαφορετικό από οτιδήποτε έκανε οποιοσδήποτε άλλος, που θεωρούσα αδιανόητο να τους διασκευάσει κάποιος χωρίς να γίνει ρεζίλι. Και όμως, εδώ έγκειται η ιδιοφυία των Hayseed Dixie: Όπως όλοι οι μεγάλοι μετρ της παρωδίας (Mel Brooks, Jonathan Swift...), έτσι και αυτοί επιτυγχάνουν να βγάλουν γέλιο όχι απλώς χωρίς να γελοιοποιήσουν ή να γελοιοποιηθούν, αλλά αποτίοντας φόρο τιμής χωρίς κανείς να μπορεί να αμφισβητήσει ότι κατέχουν σε βάθος και σέβονται απόλυτα την πρώτη ύλη.



Το "14 χρονών" παραπάνω είναι ενδεικτικό βεβαίως, όχι δεσμευτικό. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, το τι μπορεί να τη σημαδέψει και σε ποια στιγμή. Όταν ας πούμε έχεις περάσει την παιδική σου ηλικία στα 70's σε ένα σπίτι όπου αντί για Θεοδωράκη (είμαι από την Κύπρο, δεν είχαμε χούντα εμείς) ο μπαμπάς έχει δίσκους του Σαββόπουλου, και μεγαλώνοντας έχεις γίνει οπαδός του hard rock, ακούς μια μέρα στα 21 σου τις Ειδικές Δυνάμεις και τρελλαίνεσαι. Σου πατάνε ένα κουμπί ρε παιδί μου, πώς το λένε. Κι ας πίστευες ότι αυτό το κουμπί δεν λειτουργεί πια. Κούνια που σε κούναγε.



Μια που πιάσαμε αυτή την κουβέντα, ιδιαίτερη κατηγορία αποτελεί η διασκευή της διασκευής. Όλοι ξέρουν "το Hey Joe του Jimi Hendix". Μόνο που δεν είναι του Jimi Hendrix. Μη με ρωτήσετε ποιος το έγραψε, δεν ξέρω, έχω ακούσει πάντως τουλάχιστον 3 εκτελέσεις παλαιότερες από τη διασκευή του Hendrix. Και δεκάδες μεταγενέστερες που στηρίζονται στο Hendrix, οι οποίες δε μου λένε τίποτα. Εκτός από αυτή. Η οποία είναι αριστούργημα. Οι mariachi αναφορές του Willy DeVille απογειώνουν το τραγούδι, και από το 1992 κι έπειτα μπορεί κανείς να μιλάει για "το Hey Joe του Willy DeVille" χωρίς να τον λιθοβολήσουν. Τουλάχιστον όχι μέχρι θανάτου, μερικά χαλίκια στο κεφάλι ίσως και να τα μαζέψει από τους κλάσικ ροκ Ταλιμπάν.


Το συνηθέστερο κίνητρο για να ηχογραφήσει κάποιος μια διασκευή είναι εμπορικό: Είσαι νέος καλλιτέχνης, θέλεις να δώσεις εύκολα και γρήγορα το στίγμα σου σε ένα κοινό που δεν σε γνωρίζει, διασκευάζεις λοιπόν μια γνωστή επιτυχία του Χ ο οποίος αποτελεί επιρροή/ίνδαλμα και ελπίζεις ότι η δισκογραφική σου εταιρεία θα μπορέσει να σε πλασάρει ως "recommended if you like X". Βαριέμαι. Όταν όμως είσαι ο Mike Patton δεν έχεις ανάγκη κανέναν, κάνεις μόνο αυτό που γουστάρεις. Όπως ας πούμε να διασκευάσεις με εξωφρενικό τρόπο μουσικά θέματα από κινηματογραφικές ταινίες, και στα παπάρια σου αν θα πουλήσεις ή αν θα κάνεις τους casual φίλους των Faith No More να χεστούν από το φόβο τους. Αν πάντως η μουσική του Jerry Goldsmith από την "Προφητεία" κέρδισε Όσκαρ, η διασκευή των Fantomas έπρεπε να κερδίσει Πούλιτζερ, Νόμπελ και Champions League.



Κάποια στιγμή λοιπόν είχαν γίνει πολύ της μόδας τα tribute albums. Μαζεύονταν που λέτε 10 συγκροτήματα, έπιαναν το καθένα από ένα τραγούδι του τάδε θρυλικού καλλιτέχνη και... ιδού ένας δίσκος που πουλιέται εύκολα. Έχω πολλά tribute albums. Περισσότερα από όσα θα έπρεπε. Πολλά είναι για πέταμα. Όχι όμως το "Lost In The Stars", ένα tribute στο μουσικό συνεργάτη του Bertolt Brecht, τον Kurt Weill. Τραγούδια γραμμένα την εποχή του μεσοπολέμου, δεκαετίες πριν εφευρεθεί το rock 'n' roll, επικαιροποιούνται με εξαιρετικό τρόπο στα χέρια των Tom Waits, Lou Reed (σκίζει εδώ, όχι Lulu και μαλακίες), John Zorn κλπ. Αυτός όμως που ξεχωρίζει είναι ο Todd Rundgren: Επιστρατεύει κάθε production trick των mid-80's, ερμηνεύει σα να μην υπάρχει αύριο, προσθέτει κι ένα γαμάτο σόλο σαξόφωνο, και το αποτέλεσμα είναι... έπος। Αυτό. Έπος. Και το fade-out με κιθαριστικό σόλο, προσκυνώ!



Βασικά αυτό που ζητώ από μια διασκευή, αν δεν έχω γίνει σαφής ως τώρα, είναι να με εκπλήξει. Να μου παρουσιάσει μια άλλη οπτική του τραγουδιού, που δεν είχα φανταστεί ότι μπορεί να υπάρχει. Κορυφαίο παράδειγμα αυτό που πέτυχαν οι My Dying Bride με ένα τραγούδι των Lee Hazlewood και Nancy Sinatra: Το ψυχεδελικό ποπ διαμαντάκι μεταμορφώνεται σε ένα σκοτεινό τέρας που σου ξεριζώνει την ψυχή και στη δίνει να τη φας. Ωμή.


...Και όποιος κατάφερε να επιβιώσει από το προηγούμενο, ας τον αποτελειώσουμε με οποιαδήποτε διασκευή από οποιoδήποτε album της σειράς "American Recordings" του Johnny Cash. Προσωπική αδυναμία αυτή εδώ η διασκευή σε Nine Inch Nails, όπου ο Cash ακούγεται σα να απαγγέλλει τον ίδιο του τον επικήδειο. Κάθε φορά που το ακούω με αφήνει εξουθενωμένο. Σφίγγεται η ψυχή μου, θέλω να βάλω τα κλάματα, θέλω να πάω στο σπίτι του στο Tennessee για προσκύνημα, θέλω να ουρλιάξω, θέλω να τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ με γνωστούς και αγνώστους, θέλω να σκοτώσω όποιον δεν συμφωνεί ότι είναι η καλύτερη διασκευή όλων των εποχών. Για σήμερα.




Bonus track: Mια φανταστική reggae εκδοχή του all-time classic των Pink Floyd από τον Alpha Blondy:

Terrell: On the Wings of Dirty Angels



Some records have a way of sticking to the soul. You hear a song, you buy the album, play it once and that's it, you're hooked. Your musical tastes might, or rather will, change a dozen times during the course of your life, new beloved artists will enter your all-time favorites list, but a couple of decades down the road a hard to find album by a guy nobody remembers is still up there with the Tom Waitses and the Led Zeppelins that form the soundtrack of your life.


Hey Dr. Valentine

It’s hard to fight it when you really desire it

For those of us with the souls of pirates


It's hard to believe that Charlie Terrell never made it big: His story is full of the ups and downs and the other stuff rock 'n' roll legend is made of. Grew up in Nowheresville, Alabama, moved with his best friend to L.A. to form a band, had two industry bigwigs like Irving Azoff and Miles Copeland in a bidding war over signing him, released this gem of an album, got rave reviews. Then he lost the Giant Records contract, his equipment truck was stolen, his best friend became a junkie and quit, and he ended up living in his car. He somehow managed to land on his feet, put together a new band, released another great album, toured with Joan Osborne when she was big (and I mean BIG), she sang a duet with him for his third record, an obvious choice for a single and a guaranteed hit. But of course Osborne's record company shot it down so this album flopped as well. And so it continues, Charlie's still playing music somewhere. Great, catchy songs, with beautiful and haunting lyrics. Few people get to hear them.


She said “My name is Georgia”

I said “Hey baby you sure been on my mind”


But I digress. What I had really set out to write about was how FUCKING GREAT Terrell's debut album is, and what a FUCKING SHAME it is that not everyone owns a copy. Recorded in 1990 it sounds old and wise, but still manages to project the hunger and rock like a motherfucker. The guys in the band play like there's no tomorrow and the amazing Hawk (the aforementioned best friend and future junkie) on percussion truly elevates the rhythm section to another level. And how about that lead guitarist Jimmy Phillips, eh?


She’s a dame

She’s a broad

She’s a chick

She’s a slag

She’s me in drag


Of course, my passionate love for this album has been solidified over the years by stuff other than the music, as these things usually go. It reminds me of another me. If you will excuse the old fartdom, my mind associates this album with scenes like these: First hearing "Georgia O'Keefe", a track off this album at the Green Door, my favorite watering hole in Athens around 1990, on Kallidromiou Street (it's someone's home now. It's beautiful. He bought it real cheap because the previous owner was is need. I'm jealous of the bastard who lives there). Walking up to the DJ and asking him what it was, the DJ showing me the album cover, me skipping class the next day to go and buy it. Fast-forward five years later, NYC. Me and my buddy Akis walking into a BBQ joint in midtown Manhattan, Charlie's on stage with his new band and he's KICKING ASS. Akis, a true metalhead living in the most avant of avant-garde music cities in the heyday of grunge, proclaiming "I haven't heard guitars like these in years!". Me setting my eyes on the most beautiful lady in the house, but of course Charlie saw her first.


Dress my boot with a wicked spur

Sound sixteen syncopated syllables without a single slur

But here lawdy mama gotta drink this first…yaw

My shadow’s cool he’s unrehearsed


I think that Charlie Terrell makes his living today as an artist (his digital paintings can be found at http://charlieterrell.tumblr.com/ and http://hopefulsinner.com/art.html) but, to me at least, it's his music that paints the pictures.