Saturday, 4 February 2012
Συναυλία στο Πάρκο
Ψιχαλίζει γαμώτο. Απόψε έχει υπαίθρια συναυλία της Metropolitan Opera, Βέρντι, Ριγκολέτο για την ακρίβεια, στο Central Park. Έχεις πιάσει τα διακριτικά σήματα που εκπέμπουν οι κοπέλες της παρέας, είναι διαθέσιμες, εδώ και μέρες σχεδιάζεις την αποψινή βραδιά μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια (τι κρασί θα φέρεις, πώς θα καταφέρεις να ξεμοναχιάσεις μια από αυτές σε κάποια γωνιά του πάρκου, τις καλύτερές σου ατάκες για να την κάνεις να γελάσει και να αισθανθεί όμορφη), απόψε θα ήταν η τέλεια ευκαιρία αλλά λογάριασες χωρίς τον ξενοδόχο: Θα βρέξει.
Σε μια ώρα έχετε ραντεβού και δεν έχει σταματήσει να ψιχαλίζει ούτε στιγμή από το πρωί. Το μόνο πράγμα μουντότερο από τον ουρανό αυτή τη στιγμή είναι η διάθεση σου, βλέποντας ότι το σχέδιό σου καταρρέει. Ευτυχώς όμως ο Σπύρος παίρνει για να σου πει ότι τηλεφώνησε στους υπευθύνους του πάρκου και ότι η παράσταση δεν πρόκειται να αναβληθεί βρέξει-χιονίσει, ο κόσμος να χαλάσει. Πολύ καλό αυτό, αν έμαθες κάτι ξοδεύοντας τα καλοκαίρια των νεανικών σου χρόνων μούσκεμα ως το μεδούλι στους βάλτους της Αγγλίας, σε τριήμερα ροκ φεστιβάλ που συνέπεπταν χωροχρονικά με τριήμερες καταιγίδες, είναι ότι η λάσπη και το κρύο, σε συνδυασμό με μουσική, μας φέρνουν πιο κοντά σε τρυφερές και αδύναμες υπάρξεις. Τώρα πλέον εύχεσαι μόνο να μη σας στήσουν οι πιτσιρίκες. Θα 'ναι άραγε στο εστιατόριο όπου θα συναντήσεις τον Σπύρο σε λίγο;
Μάλλον όχι. Ο Σπύρος κάθεται μόνος και κατεβάζει τις μπιφτεκάρες του στον Μπάρμπα-Νίκο, την αγαπημένη του Ελληνική ταβέρνα εδώ στο West Side της Νέας Υόρκης. Το πρώτο πράγμα που κάνεις μπαίνοντας είναι να παραγγείλεις στον ταβερνιάρη φραπέ, μέτριο, με λίγο γάλα: ποτέ δεν θεώρησες εαυτόν φραπαιδαρά, αλλά η ξενιτιά σου βγάζει κάποια τέτοια στοιχεία στην επιφάνεια.
"Μπα, πώς και στην ώρα σου σήμερα;" απευθύνει χαιρετισμό ο Σπύρος.
"Σκασμός ανόητε, και μη μιλάς με γεμάτο το στόμα. Πού είναι ο υπόλοιπος κόσμος;"
"Όπου να 'ναι έρχεται ο Φίλιππος. Τις Γαλλίδες θα τις συναντήσουμε εκεί πέρα στις εφτάμισι."
Οι Γαλλίδες, τι φοβερή παρέα κι αυτή! Η μια πιο ωραία από την άλλη, της κοψιάς που ο παππούς σου αποκαλούσε "όλο ζουμί και το κουκούτσι μύγδαλο", και ξύπνιες κιόλας επιπλέον ως extra bonus. Δεν μπορείς να πιστέψεις την τύχη σου, να μπλέξεις μ' αυτή την παρέα μόλις έφτασες στην πόλη. Το κακό όμως είναι ότι σου αρέσουν και οι τρεις, η κάθε μια για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικό τρόπο, κι άμα μπλέξεις με τη μια εννοείται ότι θα πρέπει να ξεχάσεις τις άλλες δυο. Και φυσικά ως γνήσιος Ζυγός (παρόλο που εσείς οι Ζυγοί δεν πιστεύετε στα ζώδια), δεν μπορείς να κατασταλάξεις: Ποια από τις τρεις σ' αρέσει περισσότερο; Ξέρεις, αλλά φοβάσαι μήπως στοχεύεις πολύ ψηλά, έτσι δεν είναι; Ίσως το κρασί απόψε σε βοηθήσει να αποφασίσεις και να κινηθείς επιτέλους, τι στο διάολο, τα τελευταία δέκα χρόνια το αλκοόλ δε σ' έχει προδώσει ποτέ σε θέματα τέτοιων καίριων αποφάσεων.
"Νίκο, καφέ". Ο τρίτος Έλληνας της αποψινής παρέας δίνει το παρασύνθημα στον εστιάτορα πριν ακόμα περάσει καλά-καλά το κατώφλι της ταβέρνας. Βρε καλώς το Φίλιππα, γιατί άργησες, πού είναι η δικιά σου κι όλα τα σχετικά. Η "δικιά" του, μια γλυκιά Λατίνα seniorita ονόματι Patricia, θα σας συναντήσει κι αυτή στο πάρκο στις εφτάμισι.
Περίεργη πόλη η Νέα Υόρκη. Οι ουρανοξύστες που σε περικυκλώνουν δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για το πού ακριβώς βρίσκεσαι, όμως κάτι γωνιές σαν του Μπάρμπα-Νίκου, μια τρύπα στον τοίχο ανάμεσα στους γυάλινους γίγαντες όπου τρεις Έλληνες κάθονται τούτο το απόγευμα πίνοντας φραπέ, μιλώντας για γυναίκες, για ποδόσφαιρο, για μουσική, σε κάνουν να νοιώθεις λες και βρίσκεσαι σπίτι. Αισθάνεσαι πως βγαίνοντας θ' αντικρύσεις την Ακρόπολη στο βάθος λες και τόση ώρα καθόσουνα σε κάποιο κουτούκι στο Κουκάκι, κι όχι στην καρδιά της γειτονιάς που οι ίδιοι της οι κάτοικοι αποκαλούν "Hell's Kitchen". Όταν βγαίνεις έξω και η φαντασίωση αποσυντίθεται χάνεις προσωρινά την ισορροπία σου, δε βαριέσαι όμως, τουλάχιστον η αποψινή βραδιά προβλέπεται ενδιαφέρουσα και ταξί βρίσκεις πιο εύκολα εδώ απ' ότι στο κέντρο της Αθήνας.
"102nd Street and 5th please, take Central Park West". Πρωτοφανές στα χρονικά της Νέας Υόρκης, ο Ινδός (ή Πακιστανός ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων) ταξιτζής ξέρει αρκετά Αγγλικά ώστε να το πιάσει με την πρώτη. Διασχίζοντας το Central Park, ο προορισμός σας φαίνεται από το αριστερό παράθυρο του ταξί: Η σκηνή καλυμμένη από μια άσπρη τέντα που προφυλάσσει την ορχήστρα από την πιθανή καταιγίδα και στους λοφίσκους τριγύρω χιλιάδες άνθρωποι, απτόητοι από τη σημερινή απρόσμενη επιδείνωση του καιρού, καθιστοί ή ξαπλωμένοι στο γρασίδι. Αργήσατε, μάλλον δεν θα βρείτε καλή θέση.
Βγαίνοντας από το ταξί ο Φίλιππος τρέχει να βρει την Patricia, ενώ ο Σπύρος κι εσύ εντοπίζετε τις Γαλλίδες. Η Veronique και η Coreen είναι ήδη εκεί, η Florian τελικά δεν θα 'ρθει. Ωραία, οι νέες εξελίξεις απλοποιούν το πρόβλημα σου κατά το εν τρίτο.
Η Veronique είναι η πιο όμορφη από τις Γαλλίδες. Ως συνήθως είναι μια κούκλα, ένας κομψός ξανθός άγγελος ντυμένος στα μαύρα, η προσωποποίηση της θηλυκότητας. Η Coreen όμως ξυπνάει το ζώο μέσα σου με τα κλασικά μεσογειακά χαρακτηριστικά της, το μαγνητικό της βλέμμα κι ένα κορμί που σκοτώνει. Όπως είχατε κανονίσει, εσείς φέρατε το κρασί, αυτές τα φαγώσιμα: Τυριά διάφορα, fois gras, Γαλλικό ψωμί και σταφύλι. Το τέλειο πικ-νικ!
Όλοι εδώ; Ωραία, ας προχωράτε σιγά-σιγά προς τη σκηνή. Η Coreen σου μιλάει για τα ψώνια που έκανε σήμερα, ενώ προσποιείσαι ότι ενδιαφέρεσαι βαθύτατα για τα παπούτσια που αγόρασε. Πίσω σου προχωράει ο Φίλιππος, μιλάει με την Patricia. Ο Σπύρος έχει πιάσει την Veronique αγκαζέ και ζηλεύεις. Γιατί ζηλεύεις άραγε, αφού ξέρεις δεν τρέχει τίποτα μεταξύ τους;
Γύρω σας το γρασίδι είναι γεμάτο από παρέες και ζευγαράκια, χαρούμενα πρόσωπα που μοιάζουν σα να βγήκαν από κάποιο επεισόδιο του "Friends". Κουβεντιάζουν, γελάνε, φλερτάρουν και αγνοούν επιδεικτικά την επερχόμενη μπόρα. Σου κάνει εντύπωση ο χαμηλός μέσος όρος ηλικίας, δεν περίμενες τόσους πολλούς εικοσάρηδες και παρέες της γενιάς σου σε παράσταση Βέρντι υπό βροχή. Κοίτα να δεις τελικά που έχετε και επίπεδο!
A, ωραία - να ένα βολικό και σχετικά στεγνό σημείο για ν' αράξετε: Αρκετά κοντά στη σκηνή ώστε να ακούτε καλά και να βλέπετε τι γίνεται, και αρκετά μακριά ώστε να λέτε τις σαχλαμάρες σας χωρίς να ενοχλείτε τους αληθινούς φίλους της όπερας. Απλώνετε την κουβέρτα, βγάζετε τα παπούτσια, η Veronique κάθεται ακριβώς μπροστά σου ενώ η Coreen ντριμπλάρει τον Φίλιππο για να καθήσει δίπλα σου. Καλό σημάδι αυτό, σκέφτεσαι αναγνωρίζοντας στις κινήσεις της τη γνώριμη μανούβρα της εφηβείας σου. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, και δεν μπορείς να συγκρατήσεις ένα χαμόγελο...
Το πρώτο μπουκάλι κρασί ανοίγει, Κάβα Μπουτάρη κόκκινο, 1992. Από τα αξιοπρεπή Ελληνικά κόκκινα ευρείας κυκλοφορίας, που τα βρίσκεις κι εδώ στην Αμερική. Ο τύπος που έχει αράξει στη διπλανή κουβέρτα με την ξανθούλα όμως σου έβαλε τα γυαλιά, ο θεός κουβάλησε καλά κρυστάλλινα κρασοπότηρα ενώ εσείς πρέπει να συμβιβασείτε με πλαστικά κυπελλάκια. Του βγάζεις το καπέλο και κρατάς σημειώσεις για μελλοντική χρήση, γηράσκεις αει διδασκόμενος.
Η ορχήστρα κουρδίζει, το βουητό μυριάδων συζητήσεων περί τίποτα του συγκεκριμένου κοπάζει. Η προσοχή των πάντων στρέφεται προς τη σκηνή απ' όπου ξεχύνεται μια γλυκιά μελωδία, "Questa O Quella": ο μέγας μπήχτης Δούκας της Mantua καμακώνει την κόμισσα Ceprano μπροστά στα μάτια του άντρα της. Δίπλα σου η Coreen πίνει μια γουλιά από το κρασί της και σου χαμογελάει. Ανταποδίδεις το χαμόγελο, αλλά μόλις στρέφει την προσοχή της προς τη σκηνή το βλέμμα σου κολλάει σα μαγνητισμένο στην τέλεια καμπύλη της μέσης της Veronique, την άψογη πλάτη της, το μακρύ, λευκό λαιμό της. Είναι τόσο τέλεια που μοιάζει σχεδόν ψεύτικη, δεν χορταίνεις να την κοιτάς, αλλά φοβάσαι να την ακουμπήσεις, φοβάσαι μην ανακαλύψεις ότι όντως είναι ψεύτικη, φοβάσαι μήπως τα χέρια σου πιάσουν αέρα και περάσουν από μέσα της σαν σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, ότι δεν είναι παρά μια οπτασία. Ή απλώς φοβάσαι ότι θα φας χυλόπιτα. Στη σκηνή ο Ριγκολέτο, ο γελωτοποιός του Δούκα, περιπαίζει τον αβοήθητο κερατά Κόμη Ceprano, αλλά νοιώθεις σα να κοροϊδεύει εσένα που σκέφτεσαι τέτοιες βλακείες.
Όσο η μελωδία και η πλοκή χτίζονται τόσο δυναμώνει και η βροχή, έχετε όμως τσιγάρα και κρασί για ζεστασιά. Η Coreen κολλάει πάνω σου, οι ορμόνες βαράνε overdrive και παίρνεις την απόφασή σου. Το διάλειμμα κοντεύει, η βροχή σταματάει, το φεγγάρι ξεπροβάλλει πάνω από τον ουρανό της Νέας Υόρκης, ώρα να δράσεις.
"Πάμε μια βόλτα;" Ψιθυρίζεις στο αυτί της Coreen. Σε κοιτάει. Χωρίς να πει λέξη σηκώνεται, προχωράτε προς τους λόφους στο βάθος, πέρα από το γήπεδο του baseball, ενώ οι τελευταίες νότες της πρώτης πράξης σας ξεπροβοδίζουν.
Απέραντο είναι αυτό το πάρκο, ή τουλάχιστον έτσι σου φαίνεται τώρα καθώς βαδίζετε για μερικά λεπτά που σου φαίνονται ως αιωνιότητα, σε αναζήτηση μιας ήσυχης γωνιάς, πριν τελικά αράξετε στη ρίζα ενός γέρικου πεύκου. Το χαρούμενο βουητό του αόρατου από εδώ κοινού που ξεμουδιάζει όσο η ορχήστρα παίρνει μια ανάσα, τα πιτσιρίκια στο βάθος που κλωτσάνε ένα τόπι, τα φώτα του Χάρλεμ πέρα από τα βόρεια όρια του πάρκου, και η Coreen αντίκρυ σου... Βγάζεις από την τσέπη την πιστή σου ταμπακιέρα, στρίβεις ένα joint, το ανάβεις, ξαπλώνεις στο υγρό γρασίδι. Η Γαλλίδα παίρνει μια τζούρα, ξαπλώνει πλάι σου.
Ξέρεις ελάχιστα πράγματα γι' αυτήν, αυτή ακόμα λιγότερα για εσένα, αλλά ίσως είναι καλύτερα έτσι. Της χαϊδεύεις τα μαλλιά, το μάγουλο, το λαιμό, ανταποκρίνεται στο άγγιγμα σου σα γάτα, τεντώνεται, τρίβεται στο χέρι σου. Το φιλί σας είναι υγρό, στα χείλη της γεύεσαι κρασί, μαριχουάνα και υγρό γρασίδι, όλα μονομιάς. Για μια στιγμή δεν υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από τους δυο σας, ακόμα και η Veronique δεν είναι παρά μια αχνή, θολή εικόνα στο μυαλό σου μέχρι που οι μακρινοί ήχοι της ορχήστρας ζωντανεύουν τις σκέψεις του Δούκα για τη αληθινή του αγάπη, την Gilda, "Parmi Veder De Lagrime". Το διάλειμμα τελείωσε, πάτε να βρείτε τους άλλους.
Φτάνετε ακριβώς τη στιγμή που ο Φίλιππος στραγγίζει το τελευταίο μπουκάλι κρασί στο ποτήρι της Patricia. Στον κόσμο τους αυτοί οι δυο, αμφιβάλλω αν πήραν καν χαμπάρι ότι λείπατε τόση ώρα. Η Veronique έχει αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του Σπύρου, ο οποίος σου κλείνει το μάτι.
"Καλή η μικρή";
"Καλή". Δε το λες αρκετά πειστικά όμως. Πώς θα μπορούσες, αφού κάθε φορά που βλέπεις τη Veronique τρελλαίνεσαι; Η Coreen ξαπλώνει, χρησιμοποιώντας το στήθος σου ως μαξιλάρι. Παίζεις με τα μαλλιά της και τρέχεις τα δάχτυλα σου στα χείλη της, αλλά στο μυαλό σου έχεις τη Veronique και νιώθεις τύψεις. "La Donna E Mobile", φτερό στον άνεμο γυναίκας μοιάζει, τραγουδάει ο Δούκας. Αυτή τη στιγμή όμως το φτερό είσαι εσύ, και η σκέψη σου γαμάει το μυαλό. Όχι ότι αυτό θα σε σταματήσει απόψε βέβαια, ποτέ δεν σ' έχει σταματήσει. Απλώς θα σε κάνει να νοιώθεις σκατά για όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, μετά θα το ξεπεράσεις και φτου κι απ' την αρχή. Προσπαθείς όμως να βάλεις τις μεταφυσικές σου ανησυχίες στην άκρη για τώρα, η Coreen σε θέλει απόψε και είσαι υποχρεωμένος από τον ανδρικό κώδικα τιμής να επιτελέσεις το καθήκον σου.
Τελευταία σκηνή: Η κόρη του Ριγκολέτο πεθαίνει στην αγκαλιά του πατέρα της ζητώντας συγχώρεση. Χειροκρότημα, υπόκλιση του μαέστρου, ο κόσμος σηκώνεται, πιστή στο ραντεβού της η βροχή ξαναρχίζει. Η νύχτα είναι ακόμα νέα, ούτε καν 11 δεν έχει πάει. Η βραδιά θα συνεχιστεί κάπου αλλού. Την άλλη εβδομάδα στο πάρκο έχει πάλι Βέρντι, La Traviata...
13 Ιουνίου 1995
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
Αν έχεις κι άλλα τέτοια, και ελπίζω να έχεις μπόλικα, ανέβασε. Μου άρεσε πάρα πολύ.
ReplyDeleteΗ έμπνευση σε βρήκε νταν στα 18α γενέθλιά μου :)
Όλο αυτό το πράμα είχε γραφτεί τότε σε Greeklish! Ήταν στη Λίθινη Εποχή του Internet, τότε δεν υπήρχε web, επικοινωνούσαμε μέσω mailing lists...
ReplyDeleteΧα! Την θυμάμαι καλά την εποχή! Ήμουν (μαγεμένος) ονλάιν κάτι μήνες τότε. Web υπήρχε, απλά ήταν πολύ, πολύ πιο ...άδειο.
ReplyDeleteΕμ, ελπίζω να χρησιμοποίησες greeklish to greek πρόγραμμα για να γλιτώσεις το πολύ χαμαλίκι, ε; :P
Ωραίο κείμενο. Συμφωνώ, και άλλα τέτοια
ReplyDelete